dimanche 25 avril 2010

¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨:::::::::::............:::¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨:::::......¨¨¨¨¨¨::::...

Περιφερομαι

Μ’αρέσουν οι βραδινές βόλτες παντός καιρού. Ν’ αναγνωρίζω τη μυρωδιά του βραδινού φαγητού απ τ’ ανοιχτά παράθυρα και ν’ ακούω τον κροτο των μαχαιροπίρουνων που παίρνουν θέση σιγά-σιγά στο τραπέζι, για να υποδεχτούν κάθε είδος πεινασμένου και μη και ν’ ακούσουν τις φαύλες ραψωδίες του, κάποιες απ’ αυτές μετρίου ενδιαφέροντος...
Στην άλλη άκρη του δρόμου κάποιος, σίγουρα πεινασμένος, ψάχνει λαθραία ένα κάδο βλοσυρού καταναλωτισμού, μπας και ξεγελάσει την πείνα του και του χαρίσει μια ακόμη παρασιτική νύχτα ζωής.
Είναι ωραιες οι βραδινές βόλτες. Το σκοτάδι πάντα σου επιβάλει να κοιτάζεις ψηλά, εκεί που από το φως των παραθύρων ξεπροβάλουν τεράστιες βιβλιοθήκες που φτάνουν ως τα ταβάνια. Δωμάτια γοητευτικά ημιφωτισμένα γεμάτα αίσθημα ηθικής τακτοποίησης και διαμορφωμένης αστικής καταξίωσης.
Ένας μεθυσμένος δεν χωράει στην άκρη του δρόμου, προσπαθεί ματαίως να στηρίξει την ανυπαρξία του. Τον ήπιε η νύχτα και τον πέταξε στον πάτο αυτού του κόσμου κι οι άλλοι, οι από πάνω, φτύνουν την μολυσμένη ηθική του, εξαγνίζοντας την υπεραξία της συνειδήσεώς τους.
Λίγο πιο κάτω ένα τραγούδι βραζιλιανικο κόβει την ανάσα του δρόμου κι ένα ζευγάρι χορεύει στην αυταπάτη της υποσχόμενης αιωνιότητας του. Σε άλλες εποχές θα στεκόμουν να καπνίσω ένα τσιγάρο για να δω το βάθος των βλεμμάτων τους... τώρα βιάζομαι να φτάσω κι η απόσταση είναι μονο ένα τσιγάρο δρόμος.

Ο Χάρτης του πουθενά

Ο Χάρτης του πουθενά (The map of nowhere) του Grayson Perry ειναι ένα πολύπλοκο έργο, κτισμένο μεσα από τις λεπτομέρειες του. Επηρεασμένος από την αναγεννησιακή χαρτογραφία και τις αλληγορικές αναπαραστάσεις της εποχής, χαρτογραφεί τον κόσμο του πουθενά με εξαιρετική αρχιτεκτονική δομή και σατιρικό κοινωνικό καταμερισμό. Δημιουργεί μια παρωδία του μοντέρνου κόσμου, κριτικάροντας τις σύγχρονες κοινωνικές φόρμες, όπως τη μετά-αποικιοκρατία, το κεφάλαιο, τη σεξουαλικότητα, τη θρησκεία.
Στο έργο του κατασκευάζει εκκλησίες της Microsoft, Tesco, Starbucks και βάζει το προσκέφαλό του στην κορφή του εγχειρήματός του σαν άλλος Ιησούς Χριστός. Κτίζει γειτονιές χορτοφάγων, τζάνκις, βιομηχανικού σεξισμού κ.τ.λ., με σαρκαστικά πολιτικοποιημένες τοπογραφίες.
Παραθέτω μια μικρή παράγραφο του Αντώνη Αντωνάκου από το κείμενο «Όταν μεγαλώσω θα γίνω διανοούμενος» στο http://dromos.wordpress.com/ καταλληλο της περιστασεως :
«[Ο κόσμος...] Απ’ τις μεταξοτυπίες του Άντυ Γουόρχολ μυήθηκε στην προσωπολατρία. Τα πολλαπλά πορτρέτα της Μαίρυλιν Μονρό, του Μάρλον Μπράντο, του Τρόυ Ντόναχιου, του Ιόλα και του Μεγαλέξανδρου χάραξαν στον θεολογικό λοβό του κοσμάκη τον καπιταλιστικό ρεαλισμό. Τέχνη και προιόν γίναν ένα. »

samedi 17 avril 2010

-----------:::..................._ _ __ _ _ .....::::::----------...::::

Monsieur Butterfly

Ο Κύριος Τάκης, μανιώδης συλλέκτης πεταλούδων, είχε μετατρέψει το σπίτι του σε μαγεμένο δάσος, με πλήθος πεταλούδων να κρέμονται από τις κουρτίνες, τα φωτιστικά αλλά και από λεπτές χρωματιστές κλωστές κρεμασμένες απ’ το ταβάνι, κατασκευή για την οποία ήταν υπερήφανος.

Το πρωί ο ήλιος έλουζε ολόκληρο το σπίτι και οι πεταλούδες ξυπνούσαν τινάζοντας τα φτερά τους και κάνοντας χρήση του φαινομένου τους, με αποτέλεσμα να ξυπνούν τον κύριο Τάκη.

Είχε βρει το ρυθμό του παραδομένος στο μαγεμένο δάσος του. Ξυπνούσε μ’ ένα γλυκό αεράκι στο τίναγμα των φτερών τους, και καθώς το σκοτάδι σιγά σιγά πλησίαζε οι σκιές των πεταλούδων όλο και μεγάλωναν και έμοιαζαν με τέρας που πλανιέται, έτοιμο να σε κατασπαράξει, κι ο κύριος Τάκης το διασκέδαζε μέχρι δακρύων, ικανοποιημένος, βλέποντας το μέγεθός τους δεκαπλάσιο απο το κανονικό.

Ενα συνηθισμένο πρωινό σκέφτηκε πώς θα μπορούσε ν’ αυξήσει τον αριθμό της συλλογής του ακόμη περισσότερο. Έτσι, χωρίς άλλη σκέψη σχημάτισε στην μηχανή της αναζήτησής του την φράση « συλλογή πεταλούδων ». Ένα πλήθος πληροφοριών καθήλωσε τα μάτια του αμετακίνητα μπρος στην οθόνη. Δεν πίστευε οτι θα έβρισκε όμοιους που κατείχαν αριθμό πεταλούδων ισάξιο με το δικό του. Ευθύς άνοιξε τον πιο αρμόδιο όλων και αμέσως έσπευσε για την παραγγελία του. Είδε οτι μπορούσε να παραγγείλει όσες ήθελε, με παράδοση μάλιστα κατ' οικον!

Ευτυχής που σε λίγες μέρες θα είχε στην κατοχή του 50.000 επιπλέον πεταλούδες έπεσε να κοιμηθεί υπολογίζοντας το χρόνο της ανυπομονησίας του, συντονίζοντας την με τους χτύπους του ρολογιού τικ τακ, τικ τακ, ώσπου σιγά σιγά τον πήρε ο ύπνος.

Μέσα σε τρεις μέρες χτύπησε η πόρτα και δεκάδες κουτιά περίμεναν για την παραλαβή τους. Ο Κύριος Τάκης ανυπόμονος, ευχαρίστησε για την παράδοση και κλείνοντας την πόρτα πίσω του αντίκρισε ένα βουνό από κουτιά και τις πεταλούδες του να αιωρούνται πάνω τους.

Έσπευσε ασυγκράτητος κι άνοιξε το πρώτο κουτί προσεκτικά, μη και τρομάξει τα μικροσκοπικά χρωματιστά του πλασματάκια. Μα προς τερατώδη έκπληξη του, τι να δει! Σιδερένια αντικείμενα συσκευασμένα σε πλαστικά σακουλάκια που έγραφαν πάνω τους: Βάνες πεταλούδες σπείρωμα 316L /EPDM 25, με χειρολαβή δύο θέσεων! Έκπληκτος άρχισε να ψάχνει μανιωδώς και τα υπόλοιπα κουτιά ελπίζοντας στο λάθος του προηγούμενου. Αλλά μέσα σε λίγα λεπτά ηταν περιτριγυρισμένος απο χιλιάδες βάνες πεταλούδες και τις άλλες, τις ιπτάμενες, να αιωρούνται με υπαινιγμούς πάνω απ το κεφάλι του!

Προδομένος και απογοητευμένος, διαπιστώνοντας το λάθος της μάταιης συλλογής του, κατάλαβε πως ήταν θύμα των ψευδαισθήσεών του. Είχε βγει εκτός της ρεαλιστικότητας του χρόνου του και τώρα ηταν πια αργά να ψάξει ότι χάθηκε. Ένιωθε σαν κάποιος να τον προειδοποιούσε με μία ασαφή ανακοίνωση.

Δεν μπορούσε ν’ αντέξει ούτε το βάρος των λέξεών του. Είχε τόσες πολλές μαζεμένες στα χείλη του, αλλά δεν τις χρειαζόταν, δεν είχε κανέναν για να τις ανταλλάξει. Οι σκέψεις του, αμοίραστες κι αυτές, πετροβολούσαν σαν κομήτες το μυαλό του. Άρχισε να φαντάζεται ωκεανούς και καλοκαιρινούς ανέμους. Ήθελε ν’ ανακαλύψει χαμένα μυστικά που επιπλέουν κρυμμένα σε μπουκάλια στον αφρό της θάλασσας. Ήθελε να φύγει με ενα πλοίο που θα ξεκινούσε το ταξίδι του πριν απο το αύριο. Βρήκε ένα εισιτήριο μακράς αποστάσεως που έγραφε πάνω τους προορισμούς για να του υπενθυμίζει κάθε του στάση.

Έκλεισε τις κουρτίνες, πήρε μια άδεια βαλίτσα κι έβαλε μέσα το κεχριμπαρένιο τηλεσκόπιό του και όλο τον εξοπλισμό για πειρατές χωρίς προορισμό. Έκλεισε την πόρτα κι από τα ανοιχτά παράθυρα ένα πολύχρωμο σμήνος απο πεταλούδες πέταξε ψηλά, αλλά ούτε που γύρισε να κοιτάξει πίσω του, ήξερε μόνο πως θα συναντούσε το κύμα των φτερών τους στα ανοιχτά ενος ωκεανού παραδομένου στο έλεος του ορίζοντά του.