mardi 3 avril 2012

Onomatops

::::::::.................:::::::::::::::::::::..........................:::::::......





Δισκία Ποιήσεως

Είναι βαρύς ο ορισμός που θέλησες να καταπιείς.
Το στόμα σου πικραίνεται απο τους αναστεναγμούς
και της καρδιά σου ο άστατος ρυθμός με ποίηση τις φλεγμονές θε ν΄απαλύνει.

Σαν την κλωστή στο πέρασμα του βελονιού τα λόγια σου μαντάρεις,
για τα λεπτά μου τίποτα να με κατηγορείς
 και μ΄ενοχές τις αποστάσεις μας μικραίνεις.
Κι αν λύγισα σε μαραμένους κήπους και μ’άνθη σαρκοφάγα μάτωσα,
εγώ με τριαντάφυλλα κοσμώ την άγνοιά σου.

Κι όσο τις έγνοιες σου υπό κατασκευή σ΄εικονοστάσια σώριασες,
θυμιάζοντας με ξεχασμένες πίκρες,
τόσο με τ΄ανυπόφορα συνήθισε, δισκία μισοφέγγαρα, να πέφτει η ποίησή σου.


mercredi 11 janvier 2012

dimanche 11 septembre 2011

::...........:::.....:::.........................:..:.:...:...:...::...:::...



Σύννεφα...




Οι Θυσανοι μοιάζουν με τούφες μαλλιών. Συνήθως αποτελούνται από μικρά χιονοκρύσταλλα και όχι από σταγόνες νερού. Δεν προκαλούν καθ' αυτά βροχή, συχνά όμως δείχνουν τη θέση μιας μακρινής θύελλας.



Τα Υψιστρωματα παρουσιάζονται σαν γκρίζο πέπλο που καλύπτει όλο τον ουρανό.
Ο ήλιος διαφαίνεται αμυδρά, σαν μέσα από ένα ημιδιαφανές γυαλί.







Οι Σωρειτες είναι πυκνά με καθαρό περίγραμμα, άσπρα σαν βαμβάκι.
Ανυψώνονται κάθετα σε σχήμα μεγάλων πύργων ή σαν κουνουπίδι.
Πολλές φορές έχουν οριζόντια βάση.
 





 Ο καιρός θα επιδεινωθεί αν:
Tο φεγγάρι ή ο ήλιος έχουν κύκλο γύρω τους.
Τα χελιδόνια πετούν σε χαμηλό ύψος.
Οι μέλισσες το πρωί δεν απομακρύνονται από τις κυψέλες τους.
Τα αστέρια λάμπουν έντονα.
 
Βελτίωση του καιρού αναμένεται αν:
Ο ήλιος ανατέλλει χωρίς να υπάρχουν σύννεφα στην ανατολή.
Οι μέλισσες το πρωί βγαίνουν και απομακρύνονται από τις κυψέλες τους.



jeudi 2 juin 2011

lundi 7 février 2011

A serious man

Ραντεβού την Πέμπτη το απόγευμα. Έφτασα καθυστερημένα όπως πάντα. Το ρολόι μου είναι συντονισμένο μ’αυτο που είπε κάποτε ο Χατζηδάκης: «όποιος έρχεται στην ώρα του έχει κάτι να κρύψει». Ευτυχώς που ειναι τόσο βλάκας που με περίμενε στην πίσω πλευρά του κτιρίου, οπότε δε χρειάστηκε να δικαιολογηθώ παρά μόνο να κρύψω κάτι. Του είπα οτι έχει είδη ένα τέταρτο που τον περιμένω και με ύφος κάπως σοβαρό.

Μετά τις απαραίτητες χαιρετούρες και τα αναγκαστικά φιλιά, τριπλά κάθε φορά, κινήσαμε για το σινεμά αφού αποφασίστηκε απο κοινού και επί τόπου. Με το Jean-Jack είχαμε γνωριστεί στο σύλλογο φιλελλήνων. Φιλέλλην λοιπόν ο μπάρμπας. Ναι ήταν πραγματικά μπάρμπας αφού κατάφερε να συσσωρεύσει πάνω του 55 χρόνια, ίσως και παραπάνω, γιατί τόσα τα έβγαζα εγώ.

Στη διαδρομή προσπαθούσε να σταυρώσει κάνα δυο λέξεις που έμαθε στα μαθήματα ελληνικών. Ο Jean-Jack ήταν πολυπράγμων! Το βράδυ θα πήγαινε στη χορωδία όπου ήταν κι εκεί μέλος, κι ένιωθε πανέτοιμος να τραγουδήσει το Πέρα στους πέρα κάμπους. Ποιος οργανώνει το ρεπερτόριο της χορωδίας θα ήθελα πολύ να ξέρω, και ο Jean-Jack μου έδειχνε το χαρτί με τους στοίχους προσπαθώντας ν’ αρθρώσει το Θου και το Χου σαν να του 'ρθε ντουβρουτζάς.

Φτάνοντας στο σινεμά δεν πρόλαβα να δω ποιες ταινίες παιζόταν γιατί ο πολυπράγμων είχε διαλέξει αστραπιαία το A serious man, υπονοεί κάτι; Anyway είπα και δεν ασχολήθηκα με τις υπόλοιπές ταινίες. Είχαμε περίπου είκοσι λεπτά πριν αρχίσει και ο πολυπράγμων πρότεινε να πιούμε κάτι γρήγορα και καταλήξαμε σ’ ένα καφέ όπου ήρθα αντιμέτωπη με το γνωστό προβληματάκι μου... βρομούσε! Καθίσαμε, πήρα ένα τσάι κι αυτός κάτι που δεν θυμάμαι και πιάσαμε ψηλοκουβέντα με τον ιδιοκτήτη. Κάτι δεν κατάλαβα καλά, κάτι που δεν είχαμε πολύ χρόνο, τι να πω, αδιευκρίνιστο όπως πολλά σ’ αυτή την υπόθεση, σηκώνεται ο Jean-Jack όρθιος. «Φεύγουμε;» ρωτάω; «Πιες, πιες το τσάι σου», τραβάω μια ρουφηξιά και ρωτάω τι ώρα ειναι. «Kαι τέταρτο» απαντάει. «Α! πρέπει να φύγουμε» του λέω χωρίς να έχω αίσθηση ακριβώς τι ώρα αρχίζει η ταινία οπότε πάω να σηκωθώ, «Όχι, όχι, πιες το τσάι σου», πάνω απ το κεφάλι μου! «Μα δεν έχουμε χρόνο!» Και πέφτουν βροχή οι σκέψεις. Μα ειναι δυνατόν θα πιω το τσάι μου με σένα χάρε πάνω απ το κεφάλι μου; Κάτσε πουλάκι μου, ή κάτσε ή να φύγουμε, δεν μπορώ να σ έχω πάνω απ το κεφάλι μου, με πιάνει ζαλουρα. Τόση επιμονή να πιω το τσάι μου που μέχρι κι ο ιδιοκτήτης προσφέρθηκε να μου ρίξει λίγο νερό για να κρυώσει και να το πιω γρήγορα. Έλα μουνί στον τόπο σου! Θα με τρελάνουν; Πραγματικά δεν μπορώ να εξηγήσω αυτή την αλλοκοτοσια! Θέλουν να με δηλητηριάσουν; Φεύγουμε μετά απο δική μου απόφαση να σταματήσω αυτή την παρωδία, να παρατήσω το τσάι μου και να κινήσουμε σιγά σιγά προς το σινεμά.

Βγάλαμε τα εισιτήριά μας, ευτυχώς πλήρωσε ο Jean-Jack γιατί και μάπα ταινία και ραντεβού με τον παππού και να πληρώσω κι απο πάνω δεν θα το άντεχα. Είχα μια υπόνοια οτι ήθελε να βρεθούμε έχοντάς βεβαίως πονηρό σκοπό στο μυαλό του αλλά βρήκε την πρόθεση της εξάσκησης ελληνικών οπότε είπα δεν πάει το παλιαμπελο; Ούτως ή άλλως κάθε μέρα σπιτι είμαι και θα σκάσω. Έχω άλλωστε ταλέντο στο να ανατρέπω την ερωτική ατμοσφαίρα, οπότε δεν υπάρχει λόγος να βασανίζομαι.

Βρήκαμε θέσεις και η ταινία ξεκίνησε. Δεν μπορώ να πω οτι ενθουσιάστηκα, με απογοήτευσαν οι Κοέν αυτή τη φορά. Αν και είχα αρχίσει να βαριέμαι, έκανα την εντελώς προσηλωμένη γιατί απο δίπλα μύριζα flirt! Αμφιβάλω αν ήξερε τι ακριβώς ταινία είχε διαλέξει κι αν είχε ένα μικρο παρελθόν με τους αδελφούς Κοέν. Μαύρα μεσάνυχτα ο πουροζουαν, είμαι σίγουρη οτι την διάλεξε λόγω του τίτλου. Και ξαφνικά άρχισαν τα νταβαντούρια, ήθελε να μου πιάσει το χέρι, έλεος! Εκτός των άλλων σ’ αυτή την ταινία βρήκε να μου πιάσει το χέρι; Δηλαδή στο Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους τι θα μου έπιανε; Μια ακόμη φορά έπεσα θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης σε σινεμά αλλά τότε γούσταρα, ήταν και 100 χρόνια νεότερος, δεν μύριζε παππουδηλα! Είχαμε πάει ραντεβουδάκι πριν ακόμη ξεκινήσει η σχέση υπόσχεση, να δούμε τον Εξορκιστή, ξέρω τρομακτικά ρομαντικό, όπου σε μια στιγμή που μ’ είχαν πιάσει τα γέλια απ την αλλοφροσύνη του εξ απο δω μου λέει: «αν θες να μου πιάσεις το χέρι δέκα ευρώ», κι απαντώ: «αν θέλω να σου πιάσω τον πούτσο πόσο πάει;» Ε! μετά απ’ αυτο ειναι δυνατών να μην μπορώ να συμμαζέψω τον παππού; «Σους!» του λέω και του σπρώχνω το χέρι, «στάσου να δούμε την ταινία». «Δεν μπορώ» μου λέει, «πάει μόνο του». «Μπορείς!» του λέω ενθαρρυντικά, «προσπάθησε και θα τα καταφέρεις!» Δεν ξαναπλωσε τα ξερά του, για καλό και για κακό βέβαια είδα όλη την υπόλοιπη ταινία με τα χέρια κάτω απ τις μασχάλες, μη τυχών κι έχουμε κι άλλα μιξοσαλιαρισματα.

Η αλήθεια είναι ότι περίμενα μια ελάχιστη συναισθηματική εκδήλωση, αλλά ξελιγωμένο πόθο στον ύστατο βαθμό της σαχλαμάρας, στάθηκα ανίκανη να φανταστώ. Λίγο αποσβολωμένη γύρισα απ την άλλη και μίλησα με το θεό, αφού δεν υπήρχε άλλος λογικός άνθρωπος ν’ απευθυνθώ: «πλάκα με κάνεις» του λέω, «το έκανες για να γελάσουμε είμαι σίγουρη». Τόσο καιρό τον παρακαλάω να μου στείλει ένα γκομενάκι και μου ‘ρχεται ο δον Jean-Jack; «Δεν είμαστε καλά» του λέω, «να μην επαναληφθεί σε παρακαλώ», με τα χέρια καλά κρυμμένα κάτω απ τις μασχάλες.

vendredi 17 décembre 2010

Η βαρύτητα του ήχου

Από τον πάνω όροφο ακούγεται ο ήχος μιας κιθάρας και πιο σπάνια ενός πιάνου. Από την αμηχανία της αφής του, αντιλαμβάνομαι οτι έχει ακόμη δρόμο μπροστά του ο οργανοπαίκτης, αν και διόλου ενοχλητικός.
Οι τοίχοι ειναι χάρτινοι, οτι ήχος παράγεται έξω, τους διαπερνά εκκωφαντικά και σχεδόν απειλητικά, εισχωρεί μέσα τους.
Από το δρόμο έρχονται άλλοτε ασυλλάβιστες κραυγές κι άλλοτε ο ρυθμός των τακουνιών αγνοώντας τα στενά όρια του βολικού.
Ομιλίες, μουρμουρητά, ψίθυροι από τα διπλανά δωμάτια, όλα συντονίζονται στο καθημερινό κονσέρτο που ως ακροατής έχω να αφουγκραστώ.
Ο έρωτας δεν έχει ακουστεί ακόμη ή δεν εμπεριέχεται στην ενορχήστρωση, ποιός ξέρει;
Ώρες ατέλειωτες στον ρυθμό των παραγόμενων ήχων, χωρίς να τον ντύνω με οποιαδήποτε μελωδία. Απογυμνωμένο, άλλοτε σκληρό και καθαρό, σαν μια πόρτα που τρίζει ή το διαπεραστικό χτύπημα του σφυριού απο το απέναντι κτίριο, κι άλλοτε θαμπό και δυσανάγνωστο, όπως τις σκόρπιες λέξεις χαμένες στο νόημα των πραγμάτων.
Μερικές φορές ακούγεται η προσευχή του τρελού απο το δεύτερο πάτωμα. Αυτόν που δεν τον βλέπει κανείς και ξεραίνεται μέσα στα κρύα του ντουβάρια, αλλά η προσευχή επιμένει σα διαολεμένη βουή στα αραβικά.
Ο ήχος και η ώρα του. Στη βουβαμάρα της νύχτας οι ήχοι πετάγονται σαν αναθεματισμένα γοφάρια που σου τρυπούν το τύμπανο στο μισοσκόταδο. Η βαβούρα του πρωινού αφουγκράζεται τη μεσημεριανή, εκλεπτυσμένη, κουδουνιστή τακτοποίηση των μαχαιροπίρουνων. Το φαγητό κοχλάζει, χρειάζεται κι άλλο νερό, το λάδι τσιτσιρίζει, η βρύση τρέχει και το νερό το καταπίνει το σιφόνι στους σκουριασμένους σωλήνες του.
Ο ήχος και η μνήμη του. ...Οπως βουτηγμένη έλειωνε πάνω στις κατσαρόλες της η μάνα με μόνη σκοτούρα της τη θρέψη, έτσι απαλά έτριβε την έγνοια της σα ρίγανη για να τη νοστιμευσει. Και στο πρώτο ρούφηγμα του μεσημεριανού καφέ, ψελλίζοντας να πάνε κάτω τα φαρμάκια, αφήνοντας στον πάτο ένα αχ! πνιγμένο στην απεραντοσύνη της αβεβαιότητας, τον ζάλιζε γυρνώντας το καϊμάκι να δούμε τα μελλούμενα.
Η απουσία της φωνής γίνεται ωδή ανάμεσα στα κενά. Παίρνει μορφή μέσα απ την μνήμη αλλά μένει πάντα άυλη και άηχη.
Μεγάλωσα σ' ένα σπίτι δίχως μουσική, έμαθα να αφουγκράζομαι καλά τους ήχους (και τους τοίχους), η μουσική ήρθε αργότερα σχεδόν συμπληρωματικά...

dimanche 5 décembre 2010

jeudi 13 mai 2010

......:::::::::....::..¨:::://::::://://::..........///////...:::::::///::.....

Η απουσία του χρόνου

Μορφή δωρική κι αγέρωχη πάντα κρεμόσουνα στα μάτια μου
απλός κι ακριβής στους λογισμούς σου
σαν ήχος απ’ τις κυριακάτικες καμπάνες
σαν ήλιος που γλυκά σιγοκαίει
και ξεγυμνώνει την αλήθεια των σφαλμάτων
οτι είναι να γίνει θα γίνει μου λες
και χάνομαι μέσα στην απλότητά σου
ξέρεις να συγκεντρώνεις πάνω σου όλη την απουσία του χρόνου
καταργείς κάθε μορφή και μέτρο ως κι η ουσία τρέμει μπρος σου
τη μέρα που το φεγγάρι στρογγυλό χαμήλωνε στο χείλος της θαλάσσης
η νύχτα ασημένια ολόκληρη φόβο ανεξήγητο άπλωνε
εσύ κρατιόσουνα ακίνητος μην πάει κάτι λάθος κι αλλάξει τόπο η καρδιά σου
ένα φράγμα αέρα μ’ έσπρωχνε αντίθετα
αλλά εγώ μαχόμουνα με γυρισμένη πλάτη
ν’ ανέβω ανηφόρα έπρεπε
για να σιγουρευτώ για την αιωνιότητά σου
σαν πρότυπο αρχαϊκό γαντζώθηκες επάνω μου
και δεν μπορώ με τίποτα να σε ξεφορτωθώ
και τούτο που με δίδαξες άθελα σου τώρα πληρώνω
ως έσχατη συνέπεια να μου αποκαλύπτεσαι συχνά
μες τον ιριδισμό των εννοιών της λήθης της απώλειας
σαν τότε που βάζαμε φωτιές στις καλαμιές
και γω σε θαύμαζα σαν άλλο Νέρωνα

dimanche 25 avril 2010

¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨:::::::::::............:::¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨:::::......¨¨¨¨¨¨::::...

Περιφερομαι

Μ’αρέσουν οι βραδινές βόλτες παντός καιρού. Ν’ αναγνωρίζω τη μυρωδιά του βραδινού φαγητού απ τ’ ανοιχτά παράθυρα και ν’ ακούω τον κροτο των μαχαιροπίρουνων που παίρνουν θέση σιγά-σιγά στο τραπέζι, για να υποδεχτούν κάθε είδος πεινασμένου και μη και ν’ ακούσουν τις φαύλες ραψωδίες του, κάποιες απ’ αυτές μετρίου ενδιαφέροντος...
Στην άλλη άκρη του δρόμου κάποιος, σίγουρα πεινασμένος, ψάχνει λαθραία ένα κάδο βλοσυρού καταναλωτισμού, μπας και ξεγελάσει την πείνα του και του χαρίσει μια ακόμη παρασιτική νύχτα ζωής.
Είναι ωραιες οι βραδινές βόλτες. Το σκοτάδι πάντα σου επιβάλει να κοιτάζεις ψηλά, εκεί που από το φως των παραθύρων ξεπροβάλουν τεράστιες βιβλιοθήκες που φτάνουν ως τα ταβάνια. Δωμάτια γοητευτικά ημιφωτισμένα γεμάτα αίσθημα ηθικής τακτοποίησης και διαμορφωμένης αστικής καταξίωσης.
Ένας μεθυσμένος δεν χωράει στην άκρη του δρόμου, προσπαθεί ματαίως να στηρίξει την ανυπαρξία του. Τον ήπιε η νύχτα και τον πέταξε στον πάτο αυτού του κόσμου κι οι άλλοι, οι από πάνω, φτύνουν την μολυσμένη ηθική του, εξαγνίζοντας την υπεραξία της συνειδήσεώς τους.
Λίγο πιο κάτω ένα τραγούδι βραζιλιανικο κόβει την ανάσα του δρόμου κι ένα ζευγάρι χορεύει στην αυταπάτη της υποσχόμενης αιωνιότητας του. Σε άλλες εποχές θα στεκόμουν να καπνίσω ένα τσιγάρο για να δω το βάθος των βλεμμάτων τους... τώρα βιάζομαι να φτάσω κι η απόσταση είναι μονο ένα τσιγάρο δρόμος.

Ο Χάρτης του πουθενά

Ο Χάρτης του πουθενά (The map of nowhere) του Grayson Perry ειναι ένα πολύπλοκο έργο, κτισμένο μεσα από τις λεπτομέρειες του. Επηρεασμένος από την αναγεννησιακή χαρτογραφία και τις αλληγορικές αναπαραστάσεις της εποχής, χαρτογραφεί τον κόσμο του πουθενά με εξαιρετική αρχιτεκτονική δομή και σατιρικό κοινωνικό καταμερισμό. Δημιουργεί μια παρωδία του μοντέρνου κόσμου, κριτικάροντας τις σύγχρονες κοινωνικές φόρμες, όπως τη μετά-αποικιοκρατία, το κεφάλαιο, τη σεξουαλικότητα, τη θρησκεία.
Στο έργο του κατασκευάζει εκκλησίες της Microsoft, Tesco, Starbucks και βάζει το προσκέφαλό του στην κορφή του εγχειρήματός του σαν άλλος Ιησούς Χριστός. Κτίζει γειτονιές χορτοφάγων, τζάνκις, βιομηχανικού σεξισμού κ.τ.λ., με σαρκαστικά πολιτικοποιημένες τοπογραφίες.
Παραθέτω μια μικρή παράγραφο του Αντώνη Αντωνάκου από το κείμενο «Όταν μεγαλώσω θα γίνω διανοούμενος» στο http://dromos.wordpress.com/ καταλληλο της περιστασεως :
«[Ο κόσμος...] Απ’ τις μεταξοτυπίες του Άντυ Γουόρχολ μυήθηκε στην προσωπολατρία. Τα πολλαπλά πορτρέτα της Μαίρυλιν Μονρό, του Μάρλον Μπράντο, του Τρόυ Ντόναχιου, του Ιόλα και του Μεγαλέξανδρου χάραξαν στον θεολογικό λοβό του κοσμάκη τον καπιταλιστικό ρεαλισμό. Τέχνη και προιόν γίναν ένα. »

samedi 17 avril 2010

-----------:::..................._ _ __ _ _ .....::::::----------...::::

Monsieur Butterfly

Ο Κύριος Τάκης, μανιώδης συλλέκτης πεταλούδων, είχε μετατρέψει το σπίτι του σε μαγεμένο δάσος, με πλήθος πεταλούδων να κρέμονται από τις κουρτίνες, τα φωτιστικά αλλά και από λεπτές χρωματιστές κλωστές κρεμασμένες απ’ το ταβάνι, κατασκευή για την οποία ήταν υπερήφανος.

Το πρωί ο ήλιος έλουζε ολόκληρο το σπίτι και οι πεταλούδες ξυπνούσαν τινάζοντας τα φτερά τους και κάνοντας χρήση του φαινομένου τους, με αποτέλεσμα να ξυπνούν τον κύριο Τάκη.

Είχε βρει το ρυθμό του παραδομένος στο μαγεμένο δάσος του. Ξυπνούσε μ’ ένα γλυκό αεράκι στο τίναγμα των φτερών τους, και καθώς το σκοτάδι σιγά σιγά πλησίαζε οι σκιές των πεταλούδων όλο και μεγάλωναν και έμοιαζαν με τέρας που πλανιέται, έτοιμο να σε κατασπαράξει, κι ο κύριος Τάκης το διασκέδαζε μέχρι δακρύων, ικανοποιημένος, βλέποντας το μέγεθός τους δεκαπλάσιο απο το κανονικό.

Ενα συνηθισμένο πρωινό σκέφτηκε πώς θα μπορούσε ν’ αυξήσει τον αριθμό της συλλογής του ακόμη περισσότερο. Έτσι, χωρίς άλλη σκέψη σχημάτισε στην μηχανή της αναζήτησής του την φράση « συλλογή πεταλούδων ». Ένα πλήθος πληροφοριών καθήλωσε τα μάτια του αμετακίνητα μπρος στην οθόνη. Δεν πίστευε οτι θα έβρισκε όμοιους που κατείχαν αριθμό πεταλούδων ισάξιο με το δικό του. Ευθύς άνοιξε τον πιο αρμόδιο όλων και αμέσως έσπευσε για την παραγγελία του. Είδε οτι μπορούσε να παραγγείλει όσες ήθελε, με παράδοση μάλιστα κατ' οικον!

Ευτυχής που σε λίγες μέρες θα είχε στην κατοχή του 50.000 επιπλέον πεταλούδες έπεσε να κοιμηθεί υπολογίζοντας το χρόνο της ανυπομονησίας του, συντονίζοντας την με τους χτύπους του ρολογιού τικ τακ, τικ τακ, ώσπου σιγά σιγά τον πήρε ο ύπνος.

Μέσα σε τρεις μέρες χτύπησε η πόρτα και δεκάδες κουτιά περίμεναν για την παραλαβή τους. Ο Κύριος Τάκης ανυπόμονος, ευχαρίστησε για την παράδοση και κλείνοντας την πόρτα πίσω του αντίκρισε ένα βουνό από κουτιά και τις πεταλούδες του να αιωρούνται πάνω τους.

Έσπευσε ασυγκράτητος κι άνοιξε το πρώτο κουτί προσεκτικά, μη και τρομάξει τα μικροσκοπικά χρωματιστά του πλασματάκια. Μα προς τερατώδη έκπληξη του, τι να δει! Σιδερένια αντικείμενα συσκευασμένα σε πλαστικά σακουλάκια που έγραφαν πάνω τους: Βάνες πεταλούδες σπείρωμα 316L /EPDM 25, με χειρολαβή δύο θέσεων! Έκπληκτος άρχισε να ψάχνει μανιωδώς και τα υπόλοιπα κουτιά ελπίζοντας στο λάθος του προηγούμενου. Αλλά μέσα σε λίγα λεπτά ηταν περιτριγυρισμένος απο χιλιάδες βάνες πεταλούδες και τις άλλες, τις ιπτάμενες, να αιωρούνται με υπαινιγμούς πάνω απ το κεφάλι του!

Προδομένος και απογοητευμένος, διαπιστώνοντας το λάθος της μάταιης συλλογής του, κατάλαβε πως ήταν θύμα των ψευδαισθήσεών του. Είχε βγει εκτός της ρεαλιστικότητας του χρόνου του και τώρα ηταν πια αργά να ψάξει ότι χάθηκε. Ένιωθε σαν κάποιος να τον προειδοποιούσε με μία ασαφή ανακοίνωση.

Δεν μπορούσε ν’ αντέξει ούτε το βάρος των λέξεών του. Είχε τόσες πολλές μαζεμένες στα χείλη του, αλλά δεν τις χρειαζόταν, δεν είχε κανέναν για να τις ανταλλάξει. Οι σκέψεις του, αμοίραστες κι αυτές, πετροβολούσαν σαν κομήτες το μυαλό του. Άρχισε να φαντάζεται ωκεανούς και καλοκαιρινούς ανέμους. Ήθελε ν’ ανακαλύψει χαμένα μυστικά που επιπλέουν κρυμμένα σε μπουκάλια στον αφρό της θάλασσας. Ήθελε να φύγει με ενα πλοίο που θα ξεκινούσε το ταξίδι του πριν απο το αύριο. Βρήκε ένα εισιτήριο μακράς αποστάσεως που έγραφε πάνω τους προορισμούς για να του υπενθυμίζει κάθε του στάση.

Έκλεισε τις κουρτίνες, πήρε μια άδεια βαλίτσα κι έβαλε μέσα το κεχριμπαρένιο τηλεσκόπιό του και όλο τον εξοπλισμό για πειρατές χωρίς προορισμό. Έκλεισε την πόρτα κι από τα ανοιχτά παράθυρα ένα πολύχρωμο σμήνος απο πεταλούδες πέταξε ψηλά, αλλά ούτε που γύρισε να κοιτάξει πίσω του, ήξερε μόνο πως θα συναντούσε το κύμα των φτερών τους στα ανοιχτά ενος ωκεανού παραδομένου στο έλεος του ορίζοντά του.